Το σπίτι στο χωριό…
Γυρνάει το μάνταλο της σκουριασμένης καγκελόπορτας και αυτή βγάζει μια στριγγλιά δυνατή, σαν να ταράχτηκε που της χάλασε ο ύπνος. Και τι ύπνος! Χρόνια ολόκληρα. Τα στενοκαμωμένα σοκάκια αλλοτινών ζωηρών οικισμών μένουν απάτητα και μόνα, αφήνοντας στη φαντασία αυτό που άλλοτε αποκαλούσε κανείς ζωή. Οι κάτοικοι που συνεχίζουν να κατοικούν σε μικρά χωριά, σε πείσμα των προσταγών του αστικού σήμερα, αναπολούν και διηγούνται ένα χτες αλλιώτικο.
Γράφει η Κλειώ Ιερωνυμάκη
Εκείνον τον καιρό τα σπίτια, όπως και οι άνθρωποι, ήταν πιο κοντά το ένα στο άλλο. Είχαν κοινές αυλές, βρύσες, ακόμα και τοίχους. Γίνονταν έτσι οι δουλειές πιο οικονομικά και ο γείτονας μετρούσε για αδερφός. Από τις αυλές δεν έλειπε η σκάφη, ένας φούρνος και μια τουαλέτα.
Τότε, που οι σημερινές παροχές ήταν άπιαστο όνειρο, οι άνθρωποι έβαζαν τη λογική να βρει λύση στα προβλήματα της καθημερινότητας. Σε πολλά χωριά, που υπήρχαν καταπότες με νερό, το εκμεταλλεύονταν και μέσω καναλιών του επέτρεπαν να διασχίσει τις αυλές των σπιτιών. Κάποιοι, μάλιστα, το οδηγούσαν ακόμα και μέσα στο σπίτι! Έτσι το νοικοκυριό, το χειμώνα, είχε τρεχούμενο, καθαρό νερό. Μεγάλη ευχαρίστηση για τις νοικοκυρές, που τότε οι ζωές τους ήταν πολύ διαφορετικές, γεμάτες με μόχθο και ένα σωρό δύσκολες εργασίες, που οι σύγχρονες γυναίκες, ευτυχώς, ούτε καν φαντάζονται.
Εκτός από τις αγροτικές εργασίες είχαν και τη λάτρα του σπιτιού, η οποία συμπεριλάμβανε, ανάμεσα σε πολλά, το πλύσιμο των ρούχων στο χέρι, το άναμμα του φούρνου, τη φροντίδα των ζωντανών, καθώς και το ζύμωμα με το ψήσιμο, εκτός του φαγητού της οικογένειας και του ψωμιού. Εκείνο, λες για τις ανταμείψει, έκλεβε λίγη από την κάπνα του φούρνου και γέμιζε με ιδιαίτερη νοστιμιά!
Συχνά, στις αυλές μοσχομύριζαν λεμονιές και στα παρτέρια οι βασιλικοί και ο δυόσμος. Τα λουλούδια, όπως και τα μυρωδικά, είχαν την τιμητική τους, αφού η αυτάρκεια ήταν μεγάλη υπόθεση. Έτσι, το να κάθεται κανείς στο παλιό τραπέζι, κάτω από τη σκιά του κλήματος, με όλα τα αρώματα και τα χρώματα που το συνόδευαν, ήταν ένα προνόμιο για εκείνους χρηστικό για εμάς άπιαστο. Η είσοδος στεκόταν περήφανη, στολισμένη με τοξωτές πλάκες, συνήθως από ασβεστόλιθο και το μεσοπόρτι πάντα ανοιχτό, να καλωσορίζει το φως και τους ανθρώπους. Τα παράθυρα είχαν κάγκελα για ασφάλεια, καρφωμένα στα σπλάχνα του σπιτιού κιόλας από το χτίσιμό του.
Τα σπίτια έμοιαζαν μαγικά, μες την απλότητά τους, ο καντηλιέρης, από ψηλά, φώτιζε τις γωνιές και τις καρδιές των ανθρώπων, μια κύρια κάμαρα, μια αποθηκούλα, το αχέρι με τον αχεριώνα και ένα υπνοδωμάτιο για όλους. Τότε που η οικογενειακή θαλπωρή ήταν μονόδρομος. Τα τυριά κρέμονταν στην κουζίνα και η μυρωδιά τους μπλεκόταν με το φαγητό, που άχνιζε στην παραστιά. Σε μια γωνιά ξεκουραζόταν, απλωμένος ο ξινόχοντρος και κάπου υπήρχαν θαμμένα καρπούζια και ρόδια. Το λάδι ήταν στο καλό πιθάρι, ασφαλές και πολύτιμο, και οι ελιές κολυμπούσαν χαρωπές, άλλες τσακιστές στην άρμη και άλλες σταφιδιασμένες στο αλάτι. Το κρασί, όπως και οι δυσκολίες, δεν έλειπε, αλλά οι άνθρωποι ήταν πιο γαλήνιοι μες την κούρασή τους. Οι ρυτίδες στόλιζαν το πρόσωπό τους νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε, μα σαν χαμογελούσαν φωτίζονταν και έμοιαζαν πάλι έφηβοι.
Ακόμη και σήμερα, που οι αλλοτινοί μαχητές της ζωής απολαμβάνουν τις σύγχρονες ανέσεις, δεν έχασαν αυτό το χαμόγελο το γεμάτο θαλπωρή σαν σε υποδέχονται στο σπίτι τους. “Ελάστε να κεράσομε πράμα!”, θα φωνάξουν και η νοικοκυρά θα τρέξει να κάνει τα πρεπούμενα!
Τώρα τα σπίτια για να ανοίξουν την καλοκλειδωμένη πόρτα τους θέλουν προδιαγεγραμμένη ώρα και μέρα, οι δε νοικοκυραίοι προετοιμασία· πνευματική και πρακτική. Για καλή μας τύχη όμως, τα χωριά μας στέκονται ακόμη αγέρωχα και με μια κυριακάτικη βόλτα επιστρέφουμε οριακά στο τότε. Γιατί το σπίτι στο χωριό μπορεί να απέχει από την πραγματικότητα του Νεοέλληνα, αλλά δεν παύει να αποτελεί τις ρίζες του, αν και πλέον η επιστροφή σε ένα τέτοιο χτες μοιάζει απροσπέλαστη ή μήπως όχι;
Πηγές: Μανόλης Κ. Μακράκης, “Καραβάδος Ηρακλείου Κρήτης ο τόπος και οι άνθρωποι στην πορεία του χρόνου”, Πολιτιστικός Σύλλογος Καραβάδου, Αθήνα 2014, σελ. 435-437
Φωτογραφίες: Αγγελική Λενακάκη, από μια Κυριακάτικη βόλτα στο Μαγαρικάρι Δ. Φαιστού