Νοητική Υστέρηση

Όλοι οι ορισμοί της νοητικής υστέρησης από το 1959 μέχρι σήμερα περιλαμβάνουν:
– Ελλείμματα στο νοητικό δυναμικό
– Ελλείμματα στις δεξιότητες προσαρμογής
– Εμφάνιση πριν την ηλικία των 18 ετών

Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Νοητικής Υστέρησης, νοητική υστέρηση νοείται ως μια σημαντικά γενική νοητική λειτουργία, συνοδευόμενη από ανεπάρκειες στη προσαρμοστική συμπεριφορά (αυτοεξυπηρέτηση, κοινωνικές δεξιότητες, μαθησιακές δεξιότητες, ασφάλεια, χρήση κοινοτικών υπηρεσιών, εργασία, επικοινωνία) και εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου.
Τα άτομα αυτά, εκτός από τα ελλείμματα που παρουσιάζουν στο νοητικό δυναμικό, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινότητά τους και στερούνται στην άσκηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.

Για να κατανοήσουμε τον ορισμό της νοητικής υστέρησης, πρέπει να μας είναι γνωστοί οι ακόλουθοι όροι:
1. Νοητική λειτουργία (ικανότητα) κάτω από το μέσο όρο: Δηλώνει τη βαθμολογία που επιτυγχάνει ένα άτομο σε ένα σταθμισμένο τεστ νοημοσύνης (κλίμακα WISC, κ.ά.), η οποία είναι μικρότερη από αυτή που αποκτά το 96 με 97% των ατόμων ίδιας ηλικίας.
2. Ανεπάρκεια προσαρμοστικής συμπεριφοράς: Φανερώνει την αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός του, ανάλογα με την ηλικία του. Η μειονεκτική προσαρμοστική συμπεριφορά αντανακλάται κυρίως στο ρυθμό ωρίμανσης, τη μάθηση και την κοινωνική προσαρμογή.

Ο ρυθμός ωρίμανσης αφορά στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων αυτοεξυπηρέτησης, στα πρώτα χρόνια ζωής του ατόμου, δηλ. στήριξη κεφαλιού, ομιλία, βάδισμα, κλπ. Η καθυστέρηση στο ρυθμό ανάπτυξης κάποιων δεξιοτήτων, αποτελεί σημαντικό κριτήριο για τη διάγνωση της νοητικής υστέρησης.
Η ικανότητα για μάθηση αναφέρεται στην ευκολία με την οποία αποκτάται η γνώση μέσω της εμπειρίας.
Η κοινωνική προσαρμογή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό κριτήριο για τον ορισμό της νοητικής καθυστέρησης στην ενηλικίωση. Σε αυτήν την περίοδο, η εκτίμησή της βασίζεται στο βαθμό αυτονομίας και στην επαγγελματική προσαρμογή του ατόμου, καθώς και στην ικανότητά του να συμμορφώνεται με τους κανόνες της κοινωνίας όπου ζει και ανήκει. Κατά τη διάρκεια της προσχολικής και σχολικής ηλικίας, η κοινωνική προσαρμογή αντανακλάται κυρίως στις σχέσεις με τους συνομιλήκους, με τους γονείς και τους άλλους ενήλικες.

Ταξινόμηση Νοητικής Υστέρησης

Η ταξινόμηση με βάση τον ρυθμό βαρύτητας της Νοητικής Υστέρησης, περιλαμβάνει τις εξής κατηγορίες:
Βαθμός Διανοητικό Πηλίκο
α. Ελαφρά 50-55 έως 70
β. Μέτρια 35-40 έως 50-55
γ. Σοβαρή 20-25 έως 35-40
δ. Βαριά κάτω από 20-25
ε. Απροσδιόριστη όταν υπάρχει σοβαρή ένδειξη νοητικής υστέρησης, αλλά είναι αδύνατη η μέτρηση της νοημοσύνης του ατόμου μέσω σταθμισμένων τεστ.

Ελαφριά νοητική υστέρηση

Τα άτομα που βρίσκονται σε αυτό το βαθμό καθυστέρησης, αποτελούν το 80% περίπου του πληθυσμού των νοητικά υστερούντων. Τα παιδιά αυτά δύσκολα εντοπίζονται στην προσχολική ηλικία, καθώς μπορούν να αναπτύξουν κάποιες κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης πριν από την ηλικία των 5 ετών.

Παρουσιάζουν όμως μικρή καθυστέρηση στις αντιληπτικές και κινητικές τους ικανότητες. Κατά τη σχολική περίοδο όμως, οι μαθησιακές δυσκολίες συμβάλλουν στην αναγνώριση της νοητικής υστέρησης. Επίσης, είναι ικανά να κατανοήσουν τα μαθήματα αρκετών τάξεων του Δημοτικού σχολείου. Προς το τέλος της εφηβικής ηλικίας μπορεί να πετύχουν ικανοποιητική κοινωνική προσαρμογή. Στην ενήλικη ζωή, ενδέχεται να χρειαστούν βοήθεια, καθοδήγηση, ενώ συχνά μπορεί να καταφέρουν να ζουν επιτυχημένα στη κοινωνία και να αποκατασταθούν επαγγελματικά.

Μέτρια νοητική υστέρηση

Οι δυσκολίες των ατόμων με μέτρια νοητική υστέρηση εμφανίζονται στην πρώτη παιδική ηλικία και τα αίτια που προκαλούν τη διαταραχή είναι συνήθως παθολογικά (εγκεφαλική βλάβη κ.ά.). Τα παιδιά με μέτρια νοητική υστέρηση εμφανίζουν σοβαρή καθυστέρηση στην ανάπτυξη και οι κινητικές τους δεξιότητες είναι επαρκείς. Επίσης, παρουσιάζουν δυσκολίες στην ομιλία και το λόγο, με αποτέλεσμα να μην έχουν την ίδια λεκτική ευχέρεια με τους συνομιλήκους τους. Ωστόσο, μπορούν να κατανοήσουν βασικές σχολικές γνώσεις, αλλά χρειάζονται εκπαίδευση σε θέματα κοινωνικών δεξιοτήτων. Τέλος, αργότερα ως ενήλικες, με σωστή εκπαίδευση, μπορούν να ενταχθούν κοινωνικά και να αυτοσυντηρηθούν σε προστατευμένο περιβάλλον.

Σοβαρή νοητική υστέρηση

Αρκετά από τα άτομα με σοβαρή νοητική υστέρηση μπορούν να μάθουν να μιλούν και να αυτοεξυπηρετούνται με τον στοιχειώδη τρόπο κατά τη διάρκεια του σχολείου. Ωστόσο, η εκπαίδευσή τους στοχεύει κυρίως στην κοινωνική τους προσαρμογή στο περιβάλλον.

Βαριά νοητική υστέρηση

Τα περισσότερα από τα άτομα με βαριά νοητική υστέρηση έχουν αναπηρίες στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Παρουσιάζουν σοβαρά ελλείμματα στον κινητικό και γλωσσικό τομέα και η συνεχής βοήθεια αλλά και ένα κατάλληλα διαμορφωμένο περιβάλλον, είναι απαραίτητα.

Αιτιολογικοί παράγοντες
1. Γενετικά αίτια: χρωμοσωμικές ανωμαλίες, ανωμαλίες μεταβολισμού
2. Περιβαλλοντικά αίτια:
• Προγεννητικά (κατά την κύηση): κακή διατροφή εγκύου, μολυσματικές ασθένειες, τραυματισμοί, κ.ά.
• Περιγεννητικά (κατά τον τοκετό): τραυματιμοί, πρόωρη γέννηση, κ.ά.
• Μεταγεννητικά (κατά την παιδική ηλικία): μολυσματικές ασθένειες, ατυχήματα, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, κ.ά.

Πρόληψη

Ο πιο αποδοτικός τρόπος αντιμετώπισης της νοητικής υστέρησης, είναι η πρόληψη, τόσο σε οικογενειακό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Επομένως, το παιδί πρέπει να εξετάζεται για «πιθανά σημάδια κινδύνου» όσο το δυνατόν πιο νωρίς. Ωστόσο, η πρόληψη, πιστεύεται ότι πρέπει να ξεκινάει από τους αρμόδιους κοινωνικούς φορείς, μέσω της ενημέρωσης, είτε από το σχολείο, είτε από τόπους ψυχαγωγίας ή διαλέξεων, αλλά και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία (σωματική και ψυχική), πόσο μάλλον στην υγεία των παιδιών που πρόκειται να γεννηθούν. Άρα, και η υγιεινή του περιβάλλοντος εργασίας είναι σημαντικό να τροποποιηθεί, καθώς η εργασία της εγκύου σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον, θα πρέπει να απαγορευτεί.
Όσον αφορά την πρόληψη στο οικογενειακό πλαίσιο, οι γονείς, οι οποίοι πρόκειται να αποκτήσουν παιδιά, πρέπει να είναι σίγουροι για την κατάσταση της υγείας τους. Η χρήση, επίσης, αλκοόλ, πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο, αλλά και να τηρείται σωστή διατροφή από την έγκυο. Ακόμα, η λήψη φαρμάκων χωρίς τη συγκατάθεση του γιατρού της εγκύου, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές συνέπειες στο έμβρυο. Επιπλέον, ο γιατρός πρέπει να είναι παρών όλη τη διάρκεια του τοκετού για την αποφυγή τραυματισμού του παιδιού. Τέλος, κατά τη πρώτη παιδική ηλικία, η οικογένεια οφείλει να παρέχει σωστή διατροφή στο παιδί, υγιεινή διαβίωση, προφύλαξη από ατυχήματα αλλά και εμβολιασμούς.
Συμπερασματικά, με την καταπολέμηση των αιτιών, οι νοητικές ανεπάρκειες, είναι δυνατόν να προληφθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους.

 

Σηφάκη Ευαγγελία, Λογοθεραπεύτρια

Σχολιάστε