Λίγα λουλούδια για την Τασία…

Λίγα λουλούδια για την Τασία…

Η Τασία από μικρό παιδί χαμένη στα βάσανα, ζούσε σ’ ένα ορεινό χωριό της χώρας.”Τρελή”, την φώναζαν οι χωριανοί της. Παλιότερα το χωριό ήταν μια αγκαλιά, τώρα απρόσωπο…
Για χρόνια πολλά, μόνιμη συντροφιά της Τασίας η μελαγχολία και καμιά δεκαριά γάτες. Το σπίτι, κληρονομιά από τους γονείς της, αφιλόξενο, ακατάστατο, ακάθαρτο. Όσο κι αν πάσχιζε η Αμαλία, η οικιακή βοηθός, ν’ αφήσει μια ωραία εικόνα πίσω της, το αποτέλεσμα ίδιο. Η Τασία έμενε με τις σκιές της. Τίποτα δεν ήταν ικανό να της χαρίσει φως κι ελπίδα.
Ένα κρύο πρωινό του Γενάρη, ημέρα Σάββατο, η Αμαλία επισκέφτηκε την Τασία για την εβδομαδιαία καθαριότητα του σπιτιού.

Μα πού πήγε η αγάπη; Πόσο βαθιά είναι θαμμένη;
Βοήθησέ με Παναγία μου! Δώσε δύναμη και φώτιση! Μονολογούσε καθώς έμπαινε στο σπίτι.

Καλημερίστηκαν. Είπαν δυο λόγια ακόμα και μετά επί το έργον.
Η Τασία καθισμένη στο κρεβάτι της με ασήκωτο κεφάλι.
Η Αμαλία, θεωρούσε την εργασία της ευλογία Θεού σ’ αυτήν. Μέσο επιβίωσης και αφορμή ευχαριστίας στο Θεό. Επιστράτευσε λοιπόν την εφευρετικότητά της, να ‘ βρει τρόπους να εκδηλώσει την αγάπη της. Ήθελε να μπορούσε ν’ αλλάξει και την διάθεση της Τασίας, να τη στηρίξει στη λύπη της και να της δώσει λίγη χαρά. Μα πώς; Το μόνο που γνώριζε καλά ήταν η τακτοποίηση των σπιτιών, όχι των συναισθημάτων.
Μεσημέριασε. Η Αμαλία “φρέσκαρε” το σπίτι. Μια τελευταία πινελιά στο έργο της, λίγα λουλούδια κομμένα από τον εγκαταλειμμένο κήπο του σπιτιού.
Ήρεμη και γαλήνια, τοποθέτησε τα λουλούδια σ’ ένα πλαστικό ποτήρι. Η Τασία, την παρατηρούσε με το ιδιαίτερο βλέμμα της.
Σε παρακαλώ Τασία μου, ν’ αλλάξεις το νερό στα λουλούδια, για να ζωντανέψουν. Να τους βάλεις λίγο κρύο νερό και…
-Έλα να σου πω…Όταν μου μιλάς…κάτι γίνεται μέσα μου…
-Τι γίνεται δηλαδή μέσα σου;
-Να…η καρδιά μου… πεταρίζει.*
-Α, βρε Τασία…!Σ’ αγαπώ!
-Κι εγώ σ’ αγαπώ και δε θέλω να μου φύγεις.
-Μα γιατί να φύγω;
Η όψη της Τασίας έγινε ζεστή, αληθινή. Απόχτησε κι ο λόγος της ζεστασιά. Η Αμαλία απορούσε!
Τι έγινε; Μήπως ευχαριστήθηκε στο άκουσμα του”κρύου νερού”; Με τόση παγωνιά γύρω; Όπως και να’ χει, η αγάπη έσπασε τον πάγο της μοναξιάς.β Λίγα λουλούδια για την “τρελή” Τασία, έκαναν εμένα τη “γνωστική”, να νιώσω Άνθρωπος!!

Ελάτε δω όλοι οι “γνωστικοί”της γης. Ελάτε δω να νιώσετε…! Κραύγασε μέσα της η Αμαλία.
Οι καρδιές άνοιξαν. Ο ουρανός καθάρισε. Φάνηκαν οι πρώτες ηλιαχτίδες της μέρας.
-Άντε, καλό μεσημέρι.
-Θα ξανά ‘ρθεις;
-Πρώτα ο Θεός!
-Στο καλό! Ευχαριστώ πολύ!
-Κι εγώ ευχαριστώ. Να είσαι καλά!
Ζωντάνεψε η έκφραση στα πρόσωπα των δύο γυναικών, στο φιλικό χαμόγελό τους και στο ζεστό ευχαριστώ.
Η Τασία μάζεψε τις γάτες της και αμπαρώθηκε…
Η Αμαλία έφυγε, ακόμα πιο διψασμένη για αγάπη και ζωή.
Δόξα σοι ο Θεός!! Κύριε, κτίσε μέσα μας μια καθαρή καρδιά. Δίνε μας τη δύναμή Σου, που παροτρύνει τον άνθρωπο στο καλό και ανακαινίζει τον εσωτερικό μας κόσμο.*
Μπήκε στο αυτοκίνητό της, άνοιξε το ραδιόφωνο και τραγουδάκι όμορφο μεγάλωσε τη χαρά:
“Άσε με λοιπόν να δούμε αν μπορώ, τη διάθεσή σου ν’ αλλάξω.
Για το λόγο αυτό για σένα τραγουδώ,
όσα δεν μπορώ να φωνάξω…”*

Κατερίνα Σηφάκη-Κουρτάκη

*Το διήγημα στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός.
*Πεταρίζει=φερουγίζει
* “Για σένα”.Στίχοι: Ελεάνα Βραχάλη.
Τραγούδι: Μιχάλης Χατζηγιάννης

Σχολιάστε