Έχουν διατυπωθεί πολλοί ορισμοί για το φαινόμενο της διγλωσσίας.
Ωστόσο, κάποιοι ερευνητές έχοντας υπόψη τα παιδιά των μεταναστών και των μειονοτήτων, διατύπωσαν τον εξής ορισμό:
«Δίγλωσσος είναι αυτός που μπορεί να λειτουργεί σε δύο ή περισσότερες γλώσσες είτε σε μονόγλωσσες είτε σε δίγλωσσες κοινότητες ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτισμικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από αυτές τις κοινότητες ή από το ίδιο το άτομο».
Με λίγα λόγια, το δίγλωσσο άτομο έχει την ικανότητα να χειρίζεται εξίσου τέλεια δύο γλώσσες. Η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει το παιδί δεν είναι υποχρεωτικά εκείνη της μητέρας του, ούτε είναι κατ’ανάγκη η γλώσσα που θα μιλήσει το παιδί με μεγαλύτερη ευκολία όταν μεγαλώσει. Μπορεί, βέβαια, να είναι αυτή που έμαθε να μιλάει στην παιδική του ηλικία.
Για την οριοθέτηση της διγλωσσίας, τονίζονται δύο κυρίως κατευθύνσεις.
Η πρώτη κατεύθυνση είναι η γλωσσολογική:
-Επικεντρώνεται περισσότερο στη γλωσσική ικανότητα του ατόμου και το ερώτημα που τίθεται είναι «πόσο καλά μπορεί το δίγλωσσο άτομο να κατέχει και τις δύο γλώσσες». Στη περίπτωση αυτή «δίγλωσσο είναι το άτομο που μπορεί ολοκληρωμένα και με σωστό εννοιολογικό περιεχόμενο να εκφραστεί και στις δύο γλώσσες». (Haugen, 1956)
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ψυχο-κοινωνικογλωσσολογική:
-Δίνει έμφαση στο ερώτημα «πώς, πότε και γιατί χρησιμοποιεί ένα άτομο τη μητρική του γλώσσα ή τη γλώσσα της πλειοψηφίας στο περιβάλλον που ζει». Επομένως, «η διγλωσσία είναι η ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί δύο γλώσσες σε διαφορετικές καταστάσεις και κάθε φορά να αλλάζει αυτόματα, χωρίς δυσκολίες, το γλωσσικό κώδικα». (Weinreich, 1964)
Κοινωνική διγλωσσία: Η συνύπαρξη δύο γλωσσών στην κοινωνία, οι οποίες έχουν το ίδιο κύρος.
Ατομική διγλωσσία: Χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών από το ίδιο το άτομο.
Ισόρροπα (αμφιδύναμα) δίγλωσσος:
– Ο άνθρωπος που μιλάει δύο γλώσσες με την ίδια ευχέρεια σε διάφορα περιβάλλοντα μπορεί να οριστεί ως ισόγλωσσος ή αμφίγλωσσος ή απλά ισόρροπα δίγλωσσος.
-Συνήθως, οι περισσότεροι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες τους για διαφορετικούς σκοπούς και λειτουργίες, δηλ. ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί τη μία γλώσσα στο χώρο εργασίας και την άλλη στο σπίτι και στη τοπική κοινότητα.
Εξισορροπημένη διγλωσσία:
– Συνήθως οι ερευνητές με τον όρο αυτό, υπονοούν τη καλή επάρκεια και στις δύο γλώσσες.
– Ένα παιδί, το οποίο κατανοεί τις παραδόσεις του σχολείου και στις δύο γλώσσες, αποτελεί παράδειγμα εξισορροπημένου δίγλωσσου.
Ημίγλωσσοι ή διπλά ημίγλωσσοι:
Ημίγλωσσος είναι κάποιος με ποιοτικές και ποσοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες συγκριτικά με τους μονόγλωσσους.
– Επιδεικνύει περιορισμένο λεξιλόγιο και λανθασμένη γραμματική
– Δυσκολεύεται να σκεφτεί και να εκφράσει συναισθήματα και στις δύο γλώσσες
– Παρουσιάζει ασυνείδητη επεξεργασία της γλώσσας (αυτοματισμό)
– Χρησιμοποιεί νεολογισμούς
– Είναι δύσκαμπτος και καθόλου δημιουργικός
Είδη Διγλωσσίας
Διάκριση ανάλογα με την ηλικία κατάκτησης της γλώσσας:
–Παιδική ή πρώιμη διγλωσσία: Όταν το παιδί αποκτά τις δύο γλώσσες μέχρι την εφηβία περίπου.
– Διγλωσσία των ενηλίκων ή όψιμη διγλωσσία: Η απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας στην ενήλικη ζωή του ατόμου.
Διάκριση ανάλογα με την εξέλιξη της αρχικής γλώσσας:
-Προσθετική ή αθροιστική διγλωσσία: Το άτομο μαθαίνει μία δεύτερη γλώσσα, ενώ συγχρόνως διατηρεί και αναπτύσσει την πρώτη του γλώσσα.
– Αφαιρετική διγλωσσία: Το άτομο μαθαίνει μία δεύτερη γλώσσα σε βάρος της πρώτης. Η εκμάθηση ή η απόρριψη της γλώσσας εξαρτάται από το πόσο προσφιλής ή αποδεκτή είναι η γλώσσα στην κοινωνία που ζει.
Διάκριση ανάλογα με τον βαθμό κατοχής των δύο γλωσσών:
– Παθητική ή δεκτική διγλωσσία: Ενώ το άτομο είναι σε θέση να κατανοεί μία δεύτερη γλώσσα είτε προφορικά είτε γραπτά, δεν είναι απαραίτητο να παράγει ομιλία ή γραπτό λόγο.
– Ενεργητική ή παραγωγική διγλωσσία: Η ικανότητα του ατόμου να μιλάει και τις δύο γλώσσες όσο καλά τις καταλαβαίνει και να τις γράφει όσο καλά τις διαβάζει.
Διγλωσσική ανάπτυξη
Σύμφωνα με έρευνες, η ανάπτυξη του δίγλωσσου παιδιού περνάει από τρεις φάσεις:
α) Στην πρώτη φάση το παιδί χρησιμοποιεί δύο λέξεις με διαφορετικές σημασίες. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται σε αυτό το στάδιο, είναι μερικές φορές κατασκευασμένες και από τις δύο γλώσσες, έτσι παράγονται μεικτές ή σύνθετες λέξεις οι οποίες ανησυχούν τους γονείς.
β) Στη δεύτερη φάση διακρίνουμε δύο διαφορετικά λεξιλόγια αλλά οι κανόνες που εφαρμόζονται και στις δύο γλώσσες, ακολουθούν τη στοιχειώδη γραμματική. Σε αυτό το στάδιο επίσης, τα παιδιά βάζουν συχνά λέξεις της μίας γλώσσας μέσα σε μία πρόταση της άλλης γλώσσας.
γ) Στην τρίτη φάση έχουμε διαφοροποίηση τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στην γραμματική. (Παπάς, 1998)
Διγλωσσία και διαταραχές λόγου και ομιλίας
-Τραυλισμος: Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι τα δίγλωσσα ή πολύγλωσσα άτομα έτειναν να παρουσιάζουν τραυλισμό συχνότερα κατά 1% παραπάνω από τα μονόγλωσσα άτομα. Πλέον, η διγλωσσία δε θεωρείται αίτιο τραυλισμού, μπορεί όμως να επιφέρει έναν ψευδοτραυλισμό στην ηλικία που το παιδί κάνει την έκρηξη λεξιλογίου, κάτι όμως που μπορεί να συμβεί και σε μονόγλωσσα παιδιά.
-Φωνολογική/αρθρωτική διαταραχή: Στα δίγλωσσα παιδιά εμφανίζονται κατά κανόνα οι διαταραχές άρθρωσης και φωνολογίας και στις δύο γλώσσες.
-Μαθησιακές δυσκολίες: Έχει γίνει φανερό πως μαθητές από διάφορα πολιτισμικά πλαίσια τείνουν να εμφανίζουν δυσκολίες στην προφορική έκφραση μέσα στην τάξη, να συμμετέχουν ελάχιστα στην εκπαιδευτική διαδικασία, να παρουσιάζουν δυσκολίες σε πολλές πλευρές της γλώσσας (μορφοσυντακτική, λεξιλογική, πραγματολογική) και, γενικά, να εμφανίζουν συμπεριφορά στο χώρο του σχολείου που παραπέμπει στην ειδική αγωγή.
Δίγλωσση εκπαίδευση-Σχολική αποτυχία
Το σχολείο οφείλει να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες μάθησης σε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως φυλετικής. Κοινωνικής, πολιτισμικής και εθνικής τους καταγωγής. Ωστόσο, πολλά παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων, αποτυγχάνουν στη σχολική εκπαίδευση. Παιδιά και έφηβοι που προέρχονται από οικογένειες χαμηλού κοινωνικοοικονομικού και μορφωτικού επιπέδου ή από διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, αναγκάζονται να συναγωνιστούν με παιδιά περισσότερο ευνοημένα σε ένα πεδίο που τους είναι ελάχιστα οικείο.
(ΠΗΓΗ: Σαραβελάκης Κώστας,2013)
Ευαγγελία Σηφάκη, Λογοθεραπεύτρια