Ελένη Φωτάκη: ο Χειμωνανθός άνοιξε την πόρτα της χαράς!

Ένα πρωί πηγαίνοντας για το σχολείο άκουσα στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά το τραγούδι «Μέλισσες», μου άρεσε πολύ και άρχισα να το σιγοτραγουδώ, τότε η μαμά μου είπε ότι η στιχουργός λέγεται Ελένη Φωτάκη και είναι από την Κρήτη. Όταν ξεκινήσαμε να ψάχνουμε θέματα για την εφημερίδα μας, ήθελα ένα από τα θέματα που θα έκανα να ήταν μια συνέντευξη στην Ελένη Φωτάκη!


Συνέντευξη στην Εβελίνα Παχάκη


Πότε ξεκινήσατε να γράφετε στίχους;
Στο δημοτικό. Δεν ήταν όμως ωραίοι στίχοι. Εγώ βέβαια, νόμιζα τότε πως ήταν οι ωραιότεροι του κόσμου. Και ευτυχώς που το νόμιζα γιατί η ψευδαίσθηση αυτή με έκανε να συνεχίσω, να καταλάβω και να βελτιωθώ. Ξεκίνησα με όνειρα, και στο τέλος τα ίδια αυτά τα όνειρα κατάφεραν να με διδάξουν να γράφω καλύτερα.

Τι μπορεί να σας εμπνεύσει για να γράψετε ένα τραγούδι;
Τα πάντα και τίποτα. Αν η ψυχή μου με οδηγήσει έντονα στο να γράψω κάτι, αν έχω μια ωραία φράση στο μυαλό μου, το κάθε τι με εμπνέει. Αν δεν την έχω, όλοι οι άγγελοι να κατέβουν από τον ουρανό και να καθίσουν δίπλα μου, τίποτα δεν καταφέρνουν. Εμείς που γράφουμε, είμαστε συνέχεια σε μια αναμονή για κάτι που δεν έρχεται σχεδόν ποτέ τη στιγμή που του ζητάμε να έρθει.
Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γράψατε και ποιος το τραγούδησε;
Το πρώτο τραγούδι που έγραψα δεν το τραγούδησε κανείς. Ούτε το δεύτερο, ούτε το τρίτο, ούτε το δέκατο, ούτε το εικοστό. Θέλει τύχη κι αν δεν έχεις τύχη, θέλει χρόνια για να γράψεις κάτι και να στο τραγουδήσουν. Τελικά, ο πρώτος στίχος μου που τραγουδήθηκε και δισκογραφήθηκε, ήταν ο Χειμωνανθός με το Γιάννη Χαρούλη.

Οι Μέλισσες πότε γράφτηκαν; Γιατί πιστεύετε ότι έχει αγαπηθεί τόσο πολύ αυτό το τραγούδι;
Οι Μέλισσες γράφτηκαν όταν άκουσα τον Χειμωνανθό με τη φωνή του Γιάννη. Το 2006. Άνοιξε τότε η μεγάλη πόρτα της χαράς και το έγραψα. Με τον ίδιο συνθέτη. Νομίζω πως αγαπήθηκε γιατί ήταν ωραίο. Αν ξέραμε κι εμείς που τα γράφουμε τι κάνει τον κόσμο να τα αγαπάει, θα το καταφέρναμε σε κάθε τραγούδι. Δεν ξέρουμε όμως. Κάθε φορά λύνουμε ένα αίνιγμα και η λέξη που βγαίνει μοιάζει με κλειδί που άλλοτε ανοίγει τον παράδεισο, άλλοτε την πόρτα ενός απλού σπιτιού κι άλλοτε δεν ανοίγει τίποτα γιατί είναι ένα κλειδί που η κλειδαριά του δεν υπάρχει πια. Έτσι είναι τα τραγούδια. Κανείς και ποτέ δεν ξέρει από που έρχονται και που πρόκειται να φτάσουν.

Ξεχωρίζετε κάποια από τα τραγούδια σας;
Ναι, τα πιο άτυχα και παραμελημένα. Αυτά ξεχωρίζω. Όμως δεν λέω τα ονόματά τους γιατί τα τραγούδια έχουν και αυτά ψυχή κι αν με ακούσουν θα στεναχωρηθούν.

Έχετε γράψει όμως και ένα μουσικό παραμύθι για παιδιά: «Το ποτάμι που ήθελε να γυρίσει πίσω». Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να μεταφέρετε στα παιδιά μέσα από αυτή την ιστορία;
Τα ποτάμια δεν γυρίζουν πίσω. Το δικό μου ποτάμι όμως, ήθελε μόνο αυτό. Να γυρίσει πίσω. Το παραμύθι γράφτηκε για την ομορφιά του αναπότρεπτου. Ακόμη και με κλάματα, θα ήθελα τα παιδιά να αγαπήσουν και να εμπιστευτούν το μέλλον τους. Γιατί η χαρά που περίμενε το ποτάμι δεν ήταν εκεί που την φανταζόταν, πίσω δηλαδή, ήταν μπροστά.

παραμύθι

Θα μπορούσε αυτό το μουσικό παραμύθι να γίνει και βιβλίο;
Θα μπορούσε. Ένα μικρό βιβλίο. Όμως τον χώρο του βιβλίου δεν τον γνωρίζω. Μέχρι λοιπόν να γίνει ή να η γίνει βιβλίο, σας δίνω να διαβάσετε την αρχή του και να μου πείτε εσείς αν έχετε την περιέργεια να δείτε τι θα γίνει μετά:
«Μια φορά κι ένα καιρό, τρία μωρά ποτάμια ξεκίνησαν ψηλά από τα βουνά, για το ταξίδι τους στον κόσμο.
Το πρώτο, ήταν όμορφο πολύ και δυνατό.. κι όλο καμάρωνε και καυχιόταν κι έλεγε: “Εγώ είμ’ εγώ και σαν εμένα κανείς, εγώ θα βρέξω όλα τα χώματα, εγώ θα φτάσω ως τον ήλιο και θα τον σβήσω”. Το χώμα, άκουγε και σώπαινε. Ο ήλιος όμως, άνοιξε το χρυσαφένιο στόμα του, ρούφηξε το αυθάδικο ποτάμι, το ξέρανε.. και κανείς ποτέ στον κόσμο δεν άκουσε ξανά γι’ αυτό.
Το δεύτερο ποτάμι, ήταν άτυχο. Η τύχη που δεν είχε, το έριξε ανάμεσα στους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι, το γέμισαν σκουπίδια, σκόνη, καρέκλες, παπούτσια, κουτάκια αναψυκτικών, πιάτα, πιρούνια, κουτάλια, ομπρέλες, γόμες, ξύστρες και μολύβια, βιολιά και βιολοντσέλα, μπάζα και τσιμέντα… μέχρι που σιγά σιγά του πήραν τη ζωή κι ούτε η βροχή έτρεξε να το σώσει, ούτε η μάνα του η πηγή κι η πρόγιαγιά του η λίμνη, ούτε καν το νερό της βρύσης… κι έτσι πέθανε το δεύτερο ποτάμι έχοντας γνωρίσει από τον κόσμο μόνο την αδιαφορία και την κακία.
Το τρίτο ποτάμι, ήταν ευγενικό κι ευαίσθητο. Όταν στεναχωριόταν πολύ, γινόταν μωβ κι όταν χαιρόταν γινόταν πράσινο αλλά δεν το ήξερε, γιατί δεν είχε υπάρξει ποτέ χαρούμενο. Ήταν ένα μωρό ποτάμι με ρούχα νερένια, με δυο μεγάλα δάκρυα στα μάτια, ένα ποτάμι αλλιώτικο από τα άλλα, ένα ποτάμι βαθιά λυπημένο.. γιατί ήταν το ποτάμι που ήθελε να γυρίσει πίσω.»

Κάντε μια ευχή για τη νέα χρονιά!
Να φύγει η αρρώστια που μας έκλεισε στα σπίτια μας. Αυτό το εύχομαι στην κοινωνία. Στα παιδιά, εύχομαι να πραγματοποιήσει το καθένα από ένα όνειρό του για να φτιάξει με την ησυχία του ένα επόμενο. Το ίδιο εύχομαι και σε μένα.

Με λίγα λόγια…

Η στιχουργός Ελένη Φωτάκη ξεκίνησε το 2006 με τα τραγούδια «Χειμωνανθός» και «Μέλισσες» (Γιώργος Καζαντζής – Γιάννης Χαρούλης, Φωτεινή Βελεσιώτου). Μεταξύ άλλων, έχει υπογράψει στιχουργικά τους δίσκους: «Είδα του τρελού τα κλάματα» (Μίνως Μάτσας – Φωτεινή Βελεσιώτου), «Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε» (Μίνως Μάτσας – Ελεωνόρα Ζουγανέλη), «Το άσπρο μαμά νοσταλγώ» (Άγγελος Τριανταφύλλου – Χριστίνα Μαξούρη), «Πέρασ’ από δω η Ελένη;» (Τάκης Σούκας – Ελένη Βιτάλη). Το 2013 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή “Αλλά κανείς δεν κοιτά τους κήπους (Μετρονόμος)”.
Το Ποτάμι που ήθελε να γυρίσει πίσω είναι το πρώτο της παραμύθι.

 

 

 

Σχολιάστε