Αυτοκράτειρα Σίσσυ: Η τραγική αληθινή ιστορία της «βασίλισσας της ομορφιάς»
Με αφορμή τη νέα κυκλοφορία της σειράς του Netflix «The Empress», ένα δράμα εποχής που επικεντρώνεται στη ζωή της Σίσσυ, θυμόμαστε τη ζωή και τον θάνατο της πιο μελαγχολικής πριγκίπισσας.
Το να κάνει κανείς μπάνιο με ελαιόλαδο ή το να λούζει τα μαλλιά του με έναν συνδυασμό αυγών και κονιάκ μπορεί να ακούγεται σαν μια εκκεντρική τάση ομορφιάς το 2022, αλλά στην Αυστρία του 1880 αποτελούσε την καθημερινή ρουτίνα της αυτοκράτειρας Σίσσυ που προσπαθούσε πάση θυσία να διατηρήσει τη νεανική της όψη και τη λαμπερή της επιδερμίδα.
Λέγεται πως ο μεγαλύτερος της φόβος ήταν τα γηρατειά και δεν είναι τυχαίο που η ταινία Corsage της Μαρί Κρόιτσερ ξεκινάει την εξιστόρηση της ζωής της από το 40ο πάρτι των γενεθλίων της, όταν δηλαδή η βασίλισσα θεωρούνταν από την αυλή, αλλά και από την χώρα της, ως μια «ηλικιωμένη γυναίκα».
Γεννημένη το 1837 στο βασιλικό βαυαρικό οίκο Wittelsbach και με το υποκοριστικό «Σίσσυ», η Ελισάβετ απολάμβανε κατά την παιδική της ηλικία μια μη-τυπική ανατροφή, καθώς οι εκκεντρικοί γονείς της την ωθούσαν να εξερευνήσει την ύπαιθρο και να κάνει «δημιουργικές σκέψεις». Τα ανέμελα όμως αυτά χρόνια δεν κράτησαν πολύ -πιο συγκεκριμένα έληξαν όταν η νεαρή Σίσσυ δέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκανε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, γιος της Σοφίας, Αρχιδούκισσας της Αυστρίας.
Το αρχικό σχέδιο της αυταρχικής Σοφίας ήταν βέβαια αρκετά διαφορετικό, καθώς σκόπευε να παντρέψει τον 23χρονο γιο της με την Ελένη, τη μεγαλύτερη αδερφή της Σίσσυ. Ο νεαρός μονάρχης όμως ενθουσιάστηκε με τη 16χρονη Σίσσυ και αψηφώντας τη μητέρα του της έκανε πρόταση γάμου δίνοντας στη μητέρα του το εξής «τελεσίγραφο»: αν δεν παντρευόταν τη Σίσσυ, δεν θα παντρευόταν καθόλου.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η Αρχιδούκισσα Σόφι, έγραψε κάποτε για τη νύφη της ότι: «Η αυτοκράτειρα είναι αυτή που τους ελκύει όλους. Γιατί αυτή είναι η χαρά τους, το είδωλό τους». Πράγματι, η νεαρή αυτοκράτειρα αιχμαλώτισε τις καρδιές και τα μυαλά του λαού της με τρόπο που λίγες εμβληματικές γυναίκες έχουν καταφέρει. Αν και όπως λέγεται ήταν ντροπαλή και ευαίσθητη, είχε ταυτόχρονα και μια συμπονετική πλευρά που την ξεχώριζε από τα μέλη των βασιλικών οικογενειών, που συχνά θεωρούνταν πιο επίσημοι και απόμακροι.
Ο απλός κόσμος την αγάπησε ακριβώς για αυτήν την πτυχή του χαρακτήρα της, ενώ παράλληλα δεν χόρταιναν την ομορφιά και τις λαμπερές εμφανίσεις της. Και όμως, η Σίσσυ εκτός από ντροπαλή ήταν παράλληλα εκκεντρική και περιπετειώδης και η βαρετή της βασιλικής ζωής δεν της ταίριαξε και μάλλον εξανέμισε τη χαρά που είχε μέσα της. Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες στο νέο της σπίτι, εκδήλωσε περιστατικά έντονου βήχα και άγχος. Υπέφερε από διατροφική διαταραχή και σοβαρή κατάθλιψη (ή «μελαγχολία» όπως ονομαζόταν τον 19ο αιώνα). Άρχισε να αθλείται έντονα (λάτρευε την ιππασία), αλλά και να αφιερώνει πολλές ώρες στην φροντίδα της εξωτερικής της εμφάνισης -μια από τις καθιερωμένες ρουτίνες ομορφιάς των μαλλιών της διαρκούσε περίπου 3 ώρες. Και αν και για τα δεδομένα της εποχής η Σίσσυ ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, την εμφάνισή της όμως την επισκίαζαν τα λίγα κιλά της και το πόσο δυστυχισμένη έμοιαζε να είναι στη ζωή της.
Η σχέση της με τον, μάλλον θαμπό, αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ δεν τη βοήθησε να μετριάσει τη δυστυχία της. Λέγεται πως την αγαπούσε παράφορα, δεν μπορούσε όμως να την κάνει ευτυχισμένη. Το πραγματικό όμως δράμα της νεαρής γυναίκας ξεκίνησε όταν σ’ένα ταξίδι της η κόρη της Σόφη πέθανε απροσδόκητα -πιθανότατα από τύφο. Η αυταρχική πεθερά της χρέωσε τον θάνατο της εγγονής της στη Σίσσυ, την οποία θεωρούσε μικρή και ανώριμη. Σύντομα απομάκρυνε τα τρία άλλα παιδιά από τη μητέρα τους, γεγονός που της προκάλεσε τεράστιο συναισθηματικό πόνο.
Σύντομα η Σίσσυ άρχισε να ταξιδεύει, κυρίως στην Ουγγαρία, προκειμένου να συνέλθει ψυχολογικά, αλλά κυρίως για να ξεφύγει από τον δυστυχισμένο γάμο της. Ταξίδευε κυρίως ινκόγκνιτο και αρνιόταν να συναντήσει Ευρωπαίους μονάρχες, με σημαντική εξαίρεση τον αγαπημένο της ξάδελφο, Λουδοβίκο Β΄ της Βαυαρίας. Ήταν τα ταξίδια και τα βιβλία που της πρόσφεραν κάποιες στιγμές ανακούφισης στη ζωή της. Άρχισε να επισκέπτεται την Ελλάδα και ενώ μιλούσε ήδη άπταιστα Αγγλικά και Γαλλικά πρόσθεσε τα νέα ελληνικά στις ουγγρικές σπουδές της. Η ίδια ήθελε να κρατάει τη σκέψη της απασχολημένη. Καθώς δυσκολευόταν να κοιμηθεί, η Σίσσυ περνούσε ώρες διαβάζοντας και γράφοντας το βράδυ. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, ενώ αγαπούσε ιδιαίτερα τον Γερμανό λυρικό ποιητή και ριζοσπάστη πολιτικό στοχαστή Heinrich Heine, -ο οποίος την ενέπνευσε να γράψει και η ίδια ποίηση. Κάποτε σχολίασε στον δάσκαλό της, Κωνσταντίνο Χρηστομάνο: «το χτένισμα των μαλλιών μου διαρκεί σχεδόν δύο ώρες… και ενώ τα μαλλιά μου είναι απασχολημένα, το μυαλό μου μένει αδρανές. Φοβάμαι ότι το μυαλό μου ξεφεύγει από τα μαλλιά και στα δάχτυλα του κομμωτή μου. Εξ ου και ο πονοκέφαλος μου μετά».
Ερωτεύτηκε με πάθος την χώρα μας, ειδικά την Κέρκυρα. Ήταν τέτοια η αγάπη της για το νησί που στον γραφικό οικισμό Γαστούρι δημιούργησε το σπίτι των ονείρων της. Πρόκειται για ένα πολυτελέστατο ανάκτορο που ονομάστηκε Αχίλλειον και που αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα της Κέρκυρας. Για την Σίσσυ αποτέλεσε όχι μόνο το καταφύγιο της, αλλά λειτούργησε και ως σανατόριο σε δύσκολες περιόδους της ζωής της, όπως την εποχή που είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Η χαριστική βολή ήρθε το 1889, όταν έχασε και έναν από τους γιους της, τον Ροδόλφο, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μαζί με τη σύντροφό του Μαρία Βρετσέρα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η απώλεια του γιου της τη βύθισε σε πένθος: έως το τέλος της φορούσε μαύρα κλειστά ρούχα και κρατούσε λευκή ομπρέλα για να κρύβει την όψη της από το φιλοπερίεργο πλήθος. Η σχέση της με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ εξελίχθηκε σε φιλική.
Η τραγική ζωή της αυτοκράτειρας Σίσσυ έληξε με έναν εξίσου τραγικό θάνατο. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1898 βρισκόταν στη Γενεύη και περίμενε το πλοίο για το Μοντρέ όταν ένας Ιταλός αναρχικός ονόματι Λουίτζι Λουκένι της επιτέθηκε με μαχαίρι. Η ίδια παρά το τραύμα της κατάφερε και επιβιβάστηκε στο πλοίο, αλλά σύντομα κατέρρευσε. Ο καπετάνιος διέταξε να γυρίσουν πίσω στη Γενεύη. Πέθανε κατά τη μεταφορά της στο ξενοδοχείο όπου διέμενε τις τελευταίες ημέρες της ζωή της. Λέγεται ότι ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν συνήλθε ποτέ από την απώλεια.
Η Σίσσυ άφησε πίσω της μια κληρονομιά ομορφιάς και εκκεντρικότητας, ενώ ενέπνευσε και αμέτρητα έργα τέχνης. Στον κινηματογράφο πιο γνωστή είναι η τριλογία του Ερνστ Μάρισκα με τη Ρόμυ Σνάιντερ στο ρόλο της πρωταγωνίστριας [Πριγκίπισσα Σίσσυ (1955), Σίσσυ, Η νεαρή αυτοκράτειρα (1956), Σίσσυ, Η πονεμένη αυτοκράτειρα (1957)]. Στο μυαλό μας όμως μια είναι η εικόνα που κυριαρχεί, και είναι ακριβώς αυτή που θα ήθελε και η ίδια: πάντα νέα.