Μια αλληγορία

Μια αλληγορία

Δεν πολυσυμπαθώ τις σοφίτες! Αν το καλοσκεφτώ ποτέ δεν μου άρεσαν! Ανέκαθεν κάτι συνέβαινε μέσα μου, όταν τις αντίκριζα. Να σαν να ένοιωθα  την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά , πιο γρήγορα όταν τις επισκεπτόμουν.


Γράφει η Μαρία Ψωμαδάκη


Θαρρείς ότι διαταράχτηκε η σχέση μου μαζί τους, αφότου διάβασα την «Ιστορία χωρίς τέλος» του Μιχαέλ Έντε. Πήρα την απόφαση. Καιρός να τακτοποιήσω όσα εν γνώσει μου ανέβαλα. Δειλά-δειλά ανέβηκα τη στριφογυριστή σκάλα – κάθε σκαλί και τρίξιμο. Άνοιξα την καταπακτή και βρέθηκα στη σοφίτα  πρόσωπό με πρόσωπο με τους προσωπικούς μου «εφιάλτες». Αυτή η ενοχλητική μυρωδιά, υγρασία ανάμεικτη με κάτι από τα παλιά.

Με ένα σάλτο βρέθηκα στη μέση του δωματίου. Σκεφτόμουν ήδη απηυδισμένη από που να ξεκινήσω το συμμάζεμα . Διαισθάνθηκα στιγμιαία ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Μια ακαθόριστη εντύπωση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο και παρατήρησα έναν καθρέπτη. Θα έπαιρνα όρκο ότι μόλις χθες δεν βρισκόταν εκεί.

Σκέφτηκα κοιτώντας τον πόσο βρώμικος και πολυκαιρισμένος φαίνεται. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου και σαν να διάβασε τη σκέψη μου, άρχισε να λαμπικάρει. Πλησιάζω αλλά δεν μπορώ να διακρίνω την αντανάκλαση του εαυτού μου στο γυαλί. Αντί αυτού απομένω να κοιτάζω ένα έφηβο κορίτσι. Μου φαίνεται οικείο. Αμήχανα κοιτάζω δεξιά αριστερά, αλλά δε βλέπω ψυχή ζώσα. Έτσι άξαφνα συνειδητοποιώ ότι είμαι εγώ…εκεί γύρω στα δώδεκα. Μα ναι! Αυτό το στρουμπουλό, ντροπαλό, αδέξιο, ατσούμπαλο και άχαρο έφηβο κορίτσι δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο άλλο. Πότε πέρασαν τόσα χρόνια αναλογίστηκα! Δεν χαμογελώ. Είμαι σιωπηλή και ως συνήθιζα τότε σπρώχνω  κάτι ακαθόριστο στο έδαφος με το παπούτσι μου, που μόνο εγώ το βλέπω. Αχ! αυτές οι αμηχανίες μου.

Αναρωτήθηκα φωναχτά ποιο άραγε να είναι το διακύβευμα ετούτης της αναδρομής. Ο καθρέπτης ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα μου και εν ριπή οφθαλμού έσπασε εκ των έσω σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. Με ασύλληπτη ταχύτητα τα κομμάτια άρχισαν να μπαίνουν σε σειρά και να προβάλλονται καρέ καρέ οι σκηνές της ζωής μου σαν άλλη «μηχανή του χρόνου». Δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω επαρκώς τα τεκταινόμενα καθώς η ταχύτητα που εναλλάσσονται οι σκηνές είναι ιλιγγιώδης. Όμως , σε μερικά σημεία η προβολή επιβραδύνει σαν να έχει υποστεί βλάβη. Ακριβώς τότε οι στιγμές αποκτάνε σαφή υπόσταση. Παρακολουθώ μια ξεχασμένη στα χρόνια σκηνή! Ήμουνα στο λιμάνι του Ηρακλείου, έφευγα με το πλοίο, τα πρόσωπα θολά. Ένας αχνός ήχος  επέμενε να γεμίζει τη σιωπή… «Η αγάπη άργησε μια μέρα». Μια φωνή παρακάτω να με φωνάζει «μέλι μου» και εγώ να προσπαθώ εις μάτην μέσα στο συρφετό όσων βλέπω να θυμηθώ..

Λίγο παρακάτω το καρέ έχει υποστεί αναμφίβολα βλάβη…παίζει μια σκηνή αργά και μακρόσυρτα. Παρακολουθώ σαν θεατής ανίκανος να αντιδράσει να  εκτυλίσσεται εμπρός στα μάτια μου η πράξη ενός δράματος. Μόνο που αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής είμαι εγώ.   «Λυπάμαι αλλά το παιδί σας πάσχει από  Μυϊκή δυστροφία Ντουσσέν» αρθρώνει η γιατρός …και φευγαλέα με τη διάγνωση αντικρίζω τον Στέφανο. Νοιώθω ακριβώς όπως και τότε, το αίμα μου παγώνει, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου και αισθάνομαι ακαθόριστα ότι η καρδιά μου έχει ραγίσει, δεν ξέρω σε πόσα κομμάτια! Κάποια σκόρπια λόγια ουσίας ακούγονται αχνά στο παρασκήνιο, ίσως στο προσκήνιο: «θα το περάσουμε μαζί, είμαι εδώ για σένα, να ελπίζεις , σ’ αγαπώ»! Ακριβώς σε αυτό το σημείο η ανεμελιά έκανε ένα κρότο σαν να έσπασε, εκκωφαντικός μου φάνηκε ο ήχος που παράχθηκε, μα τω θεώ  όμοιό του δεν άκουσα ποτέ.  Το καρέ έκανε μια παύση! Η σκηνή πάγωσε για δευτερόλεπτα  στο χωροχρόνο μου. Ατέλειωτη φάνταξε η σιωπή … κι ας μην ήταν.

Η ροή επανήλθε σε ασύλληπτες ταχύτητες, ώσπου επιβράδυνε ξανά. Είμαι χαρούμενη, γελώ μέχρι δακρύων και η καρδιά πάλλεται γεμάτη από ελπίδα και αισιοδοξία. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς στο σπίτι του Κώστα και της Ελευθερίας , οικογένεια, παιδιά, ο Βασίλης, η Δέσποινα, ο Σωτήρης. Ξημερώσαμε πάλι να παίζουμε «Dixit» και να τα πίνουμε ένεκα της ημέρας .Τι στιγμές και αυτές αναλογίστηκα, και αισθάνθηκα μια ζεστασιά να κατακλύζει το μέσα μου!

Μια τελευταία στάση μου επιφύλαξε το καρέ. Ο γενναίος τάρανδος Βάσα. Η ελπίδα για το αύριο, η σωτηρία μου! Τα παιδιά χαμογελούν ξανά τα δικά μου και τα άλλα…κι αυτά τρόπον τινά τα νοιώθω της καρδιάς μου…με κοιτάζουν με ευγνωμοσύνη…έτσι ακριβώς τα κοιτάζω και εγώ!

Εντελώς απροειδοποίητα ο καθρέπτης αλλάζει μορφή και κάθε μικρό σπάσιμο χάνεται. Αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα φιγούρα, μια κοπέλα. Αν με Ρωτάς ούτε που την έχω ματαδεί. Είναι γεμάτη φως και ω ποία έκπληξη η φωνή της χρησιμοποιεί τη χροιά μου, τους χρωματισμούς των συναισθημάτων μου, τα βάθη και τα μήκη μου. Δεν μπορώ να αποστρέψω τα μάτια μου από πάνω της…νοιώθω ασφαλής, για πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο ασφαλής.

«Δεν με αναγνώρισες ;» ρωτάει αινιγματικά.

Η όψη της μοιάζει τόσο ήρεμη και γλυκιά, αλλά το βλέμμα της σου αφήνει την ξεκάθαρη αίσθηση ότι έχει αναμετρηθεί με τις σκοτεινιές ετούτης της ζωής!

«Είμαι εσύ από μέσα…ανάποδα! Πέρασαν τόσα χρόνια – 42 το σύνολο και μόλις έμαθες να με αγαπάς, να σε αγαπάς» , μονολόγησε. Γέλασε τρανταχτά, σχεδόν ευχαριστημένη, σχεδόν ανακουφισμένη και χάθηκε πίσω στον καθρέπτη αργά, νωχελικά και αβίαστα.

Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και αντίκρυσα τον εαυτό μου με όλες τις αλήθειες, το φως και τα σκοτάδια μου! Για πρώτη φορά δεν με τρόμαξε η αντανάκλαση μου στο γυαλί.

Κάπου στο βάθος ακούστηκε μια ηλεκτρική σκούπα. Ακαριαία ρούφηξε τον καθρέπτη, τη σοφίτα, τα πεπραγμένα …Άνοιξα νωχελικά τα μάτια μου και σκέφτηκα τη σοφίτα του « Μπάστιαν Μπάλταζαρ Μπούκς » που τριάντα χρόνια μετά με καθόριζε και με διαμόρφωνε  για άλλη μια φορά!

Σχολιάστε